αδιακανόνιστος

αδιακανόνιστος
η , ο [ος , ον ] неурегулированный, неупорядоченный, не улаженный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αδιακανόνιστος" в других словарях:

  • αδιακανόνιστος — η, ο [διακανονίζω] αυτός που δεν διακανονίστηκε λεπτομερώς, δεν διευθετήθηκε, ατακτοποίητος, αρρύθμιστος …   Dictionary of Greek

  • αδιακανόνιστος — η, ο αταχτοποίητος: Το χρέος του έμεινε ακόμη αδιακανόνιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»